σλέπι

σλέπι
το баржа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σλέπι" в других словарях:

  • σλέπι — και σλεπ και σελέπ, το, Ν φορτηγό ποταμόπλοιο ρουμανικής προέλευσης, χωρίς τρόπιδα και με αβαθή και πλατιά ύφαλα, που κινείται είτε με δικό του κινητήρα είτε ρυμουλκούμενο και χρησιμοποιείται κυρίως στον Δούναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. slep <… …   Dictionary of Greek

  • σλέπι — το (λ. ρουμ.), φορτηγό ποταμόπλοιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»