- σλέπι
- το баржа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σλέπι — και σλεπ και σελέπ, το, Ν φορτηγό ποταμόπλοιο ρουμανικής προέλευσης, χωρίς τρόπιδα και με αβαθή και πλατιά ύφαλα, που κινείται είτε με δικό του κινητήρα είτε ρυμουλκούμενο και χρησιμοποιείται κυρίως στον Δούναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. slep <… … Dictionary of Greek
σλέπι — το (λ. ρουμ.), φορτηγό ποταμόπλοιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)